- εμβρυολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμβρυολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβρυολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εμβρυολογία (βλ. λ.): Εμβρυολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)